- σφαγείο
- το1. το μέρος όπου σφάζουν τα ζώα.2. μτφ., σφαγή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σφαγείο — το / σφαγεῑον, ΝΑ, και σφαγειό Ν [σφαγή] νεοελλ. 1. (στον εν. και στον πληθ.) στεγασμένος χώρος στον οποίο σφάζονται και προετοιμάζονται κατάλληλα τα ζώα που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο 2. μτφ. α) ομαδική σφαγή ή, γενικά, εξόντωση … Dictionary of Greek
φιλομάκελλος — ον, Μ 1. αυτός που αγαπά τη μάκελλα, την τσάπα, που τού αρέσει να σκάβει, να τσαπίζει 2. (για σκύλο) αυτός που τού αρέσει το σφαγείο, που τόν τραβάει το σφαγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μάκελλος (< μάκελλα)] … Dictionary of Greek
Thomas Papadoperakis — (en grec moderne : Θωμάς Παπαδοπεράκης) est un artiste peintre d’origine grecque né le 13 décembre 1943 à Spilia, province d’Héraklion en Crète et décédé le 12 septembre 2002 à Nice en France. Sommaire 1 Études 1.1 Hera … Wikipédia en Français
ζαλαχανάς — ζαλαχανάς, ὁ (Μ) σφαγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περσ. οσμαν. salhane, salhana] … Dictionary of Greek
μάκελλα — και μακέλλη, η (Α μάκελλα και μακέλη) γεωργικό εργαλείο για σκάψιμο, τσάπα, τσαπί («θεράπων μακέλλην ἔχων ἐπιφοροίη τῆς γῆς αὐτοῑς», Λουκιαν.) μσν. σφαγείο αρχ. μτφ. κεραυνός («μή σου γένος πανώλεθρον Διὸς μακέλλῃ πᾱν ἀναστρέψῃ Δίκη», Αριστοφ.).… … Dictionary of Greek
μάκελλον — μάκελλον, και μάκελον, τὸ (Α) 1. φραγμός, τόπος περιφραγμένος 2. σφαγείο, κρεοπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι πρόκειται για σημιτικό δάνειο (πρβλ. εβρ. miklā «φράκτης, μάντρα») είναι αμφίβολη. Κατ άλλη άποψη, η λ. έχει σημιτική … Dictionary of Greek
μακελλάρης — ο (AM μακελλάριος, Μ και μακελλάρης) 1. σφαγέας ζώων 2. κρεοπώλης, χασάπης νεοελλ. μτφ. θηριώδης, φονιάς, αιμοχαρής, απάνθρωπος μσν. πιθ. φρουρός, σωματοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάκελλον «σφαγείο» + κατάλ. άρης (πρβλ. λατ. macell arius)] … Dictionary of Greek
μακελλειό — το (AM μακελλείον, Μ και μακελλειό) [μάκελλος] 1. περιφραγμένος τόπος, όπου σφάζονται τα ζώα, σφαγείο 2. κρεοπωλείο, χασάπικο 3. μαγειρείο νεοελλ. μσν. μτφ. μεγάλη σφαγή ανθρώπων, ομαδικοί φόνοι («έγινε μεγάλο μακελλειό») μσν. φρ. α. κάμνω… … Dictionary of Greek
σφαγιαστήριον — τὸ, Α σφαγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαγιάζω + επίθημα τήριον (πρβλ. θυσιασ τήριον)] … Dictionary of Greek
σφαγιστήριον — τὸ, Α σφαγείο … Dictionary of Greek